ανήνυστος

ανήνυστος
ἀνήνυστος, -ον (Α)
ο χωρίς αποτέλεσμα, ακατόρθωτος, απραγματοποίητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ανυστός («κατορθωτός») < ανύω «κατορθώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀνήνυστον — ἀνήνυστος of none effect masc/fem acc sg ἀνήνυστος of none effect neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηνύστοις — ἀνήνυστος of none effect masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηνύστοισιν — ἀνήνυστος of none effect masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηνύστους — ἀνήνυστος of none effect masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηνύστων — ἀνήνυστος of none effect masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηνύστῳ — ἀνήνυστος of none effect masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανήνυτος — ἀνήνυτος, ον (Α) 1. «ανήνυστος», ακατόρθωτος 2. ο χωρίς τέλος, ατέλειωτος 3. αγιάτρευτος, αθεράπευτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”